αμφίστυλο

αμφίστυλο
το
(αρχιτ.), το μέρος του οικοδομήματος που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο σειρές στύλους (κολόνες).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εσωνάρθηξ — και εσωνάρθηκας, ο ο εσωτερικός νάρθηκας τών εκκλησιών, το αμφίστυλο, η λιτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + νάρθηξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”